Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

moa hunter


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο hunter παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: moa

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hunter n (person: kills for food)κυνηγός ουσ αρσ/θηλ
 The hunter didn't bring anything home today.
 Ο κυνηγός δεν έφερε τίποτα σπίτι σήμερα.
hunter n (person: kills for sport)κυνηγός ουσ αρσ/θηλ
 The hunter shot a buck.
 Ο κυνηγός πυροβόλησε ένα αρσενικό ελάφι.
hunter n (animal: chases prey)θηρευτής ουσ αρσ
 The hawk is a highly-evolved hunter.
 Το γεράκι είναι ένας ιδιαίτερα εξελιγμένος θηρευτής.
hunter n often as suffix (person: searcher)κυνηγός ουσ αρσ/θηλ
 After dropping out of school John got a job as a ghost hunter.
 Αφού παράτησε το σχολείο, ο Τζον έγινε κυνηγός φαντασμάτων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hunter n (horse)χάντερ ουσ αρσ άκλ
  κυνηγός ουσ αρσ
 Jaime usually rode a hunter, and was surprised at how quickly this horse tired.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bargain hunter n (shopper: seeks cheap goods)που ψάχνει ευκαιρίες, που ψάχνει προσφορές περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The shopping centre is full of bargain hunters after Christmas.
big-game hunter n (hunts large animals)κυνηγός ουσ αρσ
  (κατά λέξη)κυνηγός μεγάλων θηραμάτων περίφρ
 President Theodore Roosevelt was a conservationist, but also a big-game hunter.
bounty hunter n (person who captures wanted persons) (μεταφορικά)κυνηγός κεφαλών φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  (κυριολεκτική μετάφραση)κυνηγός επικηρυγμένων φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 Bounty hunters in the US are legal kidnappers.
fortune hunter n (person: seeks to marry into wealth)προικοθήρας ουσ αρσ/θηλ
 He doesn't love you, you know – he's just a fortune hunter.
game hunter n (hunts animals)κυνηγός ουσ αρσ/θηλ
 The game hunter was arrested for shooting a protected species.
ghost hunter n (person who searches for spirits)κυνηγός φαντασμάτων φρ ως ουσ αρσ/θηλ
headhunter,
head-hunter
n
figurative (recruiter)άτομο που βρίσκει υποψήφιους εργαζόμενους
  (μεταφορικά)κυνηγός ταλέντων έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Tamara was recruited by a headhunter for her new job.
hunter-gatherer n (member of primitive society)κυνηγός-τροφοσυλλέκτης ουσ αρσ
 Long before supermarkets existed, people lived off the land as hunter-gatherers.
job-hunter n ([sb] looking for a job)αυτός που αναζητά εργασία περίφρ
treasure hunter n ([sb] who searches for lost treasure)αυτός που αναζητά τον χαμένο θησαυρό περίφρ
treasure hunter n figurative ([sb] who seeks valuables for purchase)αυτός που αναζητά ευκαιρίες περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση moa hunter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «moa hunter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!